τηλαυγές

τηλαυγές
τηλαυγής
far-shining
masc/fem voc sg
τηλαυγής
far-shining
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • SERAPIS — I. SERAPIS Aegypti Deus, olim Româ exactus Pisone et Gabiniô Consulibus, cum Harpocrate et Iside, deiectis aris, quod turpium religionum, et novarum superstitionum seminarium forent; etsi Athenienses eos olim, in gratiam Ptolemaei, receperint in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τηλαυγής — Φιλόσοφος από τη Σάμο, γιος του Πυθαγόρα, δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι ο Τ. δεν έγραψε κανένα έργο. Άλλες πηγές τον θέλουν συγγραφέα των έργων Τετρακτύς και Περί θεών ή Ιερός λόγος. * * * ές, ΝΜΑ αυτός που φέγγει σε… …   Dictionary of Greek

  • Καρούζος, Χρήστος — (Άμφισσα 1900 – Αθήνα 1967). Αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός. Ήταν διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από το 1942 έως το 1964 και εργάστηκε με δημιουργικό τρόπο για τη ριζική αναδιοργάνωσή του μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, με ανακατάταξη… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՂՊԱՋՈՒՄՆ — (ջման.) NBH 2 0590 Chronological Sequence: Unknown date, 5c գ. τηλαύγησις, τηλαυγές, τηλαύγημα splendor, candor. Փայլումն որպէս զպաղպաջոյ. շողշողիւն. *Բորոտութիւն ինչ հոգւոյ, կամ արածոյն նշանակութիւն, կամ պաղպաջման. Ածաբ. աղք.: *(Ի չորից գլխաւոր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”